- ρεζίλεμα
- το, -ατοςεξευτελισμός: Από την υπόθεση αυτή έπαθε μεγάλο ρεζίλεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεζίλεμα — το, Ν [ρεζιλεύω] 1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα 2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα 3. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
διάλαλο — το κακή φήμη, ρεζίλεμα, ρεζιλίκι … Dictionary of Greek
καταισχύνη — η (Μ καταισχύνη) [καταισχύνω] μεγάλη αισχύνη, ντρόπιασμα, ρεζίλεμα … Dictionary of Greek
πόμπευση — η / πόμπευσις, εύσεως, ΝΑ [πομπεύω] νεοελλ. δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα αρχ. η τέλεση πομπής, πομπεία* … Dictionary of Greek
ρεζιλίκι — το, Ν το ρεζίλεμα, η γελοιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil lik] … Dictionary of Greek
γεβέντισμα — το το ρεζίλεμα, ο διασυρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελοιοποίηση — η το να γίνει κανείς γελοίος ή να κάνει κάποιον άλλο γελοίο, ο εξευτελισμός, το ρεζίλεμα: Μετά τη γελοιοποίησή του από τα ΜΜΕ, ντρεπόταν να βγει από το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπόμπευση — η ο διασυρμός, το ρεζίλεμα, ο δημόσιος εξευτελισμός: Παλαιότερα γινόταν διαπόμπευση των κλεφτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταισχύνη — η μεγάλο αίσχος, καταντρόπιασμα, ρεζίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)